ειδωλολάτρης

ειδωλολάτρης
ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις
Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα)
αυτός που λατρεύει τα είδωλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + -λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη παράλληλα με τη λ. εθνικός για να δηλώσει αυτόν ο οποίος δεν είναι οπαδός μονοθεϊστικής θρησκείας εν αντιθέσει προς τον χριστιανό και παλαιότερα τον Ιουδαίο. Η λ. εθνικός είναι αρχαία και αρχικά δήλωνε αυτόν που ανήκει στο έθνος αλλά αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς ως χαρακτηρισμός για κάθε μη Ιουδαίο και έπειτα από τους χριστιανούς για κάθε μη χριστιανό (βλ. και λ. έθνος). Μεταξύ τών δύο λέξεων δεν υπάρχει σαφής διάκριση, αλλά πιθ. η λ. ειδωλολάτρης είχε εντονότερα μειωτική σημασία, όπως δείχνει και ο σχηματισμός της: «αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως η λ. ειδωλολάτρης, από την οποία προήλθαν οι ευρέως διαδεδομένοι τύποι τών άλλων γλωσσών
πρβλ. λατ. εκκλ. idolatre, αγγλ. idolater, γαλλ. idolatre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἰδωλολάτρης — idol worshipper masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδωλολάτρης — ο θηλ. ισσα 1. που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα, τους ψεύτικους θεούς. 2. μτφ., που λατρεύει κάποιον υπερβολικά, ο προσωπολάτρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδωλολάτραι — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem nom/voc pl εἰδωλολάτρᾱͅ , εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρῶν — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτραις — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρην — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρου — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρῃ — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”